- μουγκίζω
- (Μ μουγκίζω)1. (ενεργκαι μέσ.) (για ζώα) μουγκρίζω2. (γενικά) αφήνω παρατεταμένη υπόκωφη φωνή, βογγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. τού μουγκοῦμαι (πρβλ. κλονίζω: κλονώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουγκισμός — ο (Μ μουγκισμός) [μουγκίζω] 1. δυνατός θόρυβος, βοή, βουητό 2. μούγκρισμα 3. (γενικά) παρατεταμένη υπόκωφη φωνή ζώου … Dictionary of Greek
μούγκισμα — μούγκισμα, τὸ (Μ) [μουγκίζω] 1. (για ζώα) μυκηθμός 2. μτφ. (για πρόσωπα) οιμωγή, βογγητό … Dictionary of Greek